- ασυρματιστής
- ο θηλ. ασυρματίστρια [ασύρματος]τηλεγραφητής σε ασύρματο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυρματιστής — ο αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ήταν ασυρματιστής σ ένα υπερωκεάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρκόνης — και μαρκονιστής, ο, θηλ. ισσα ο ασυρματιστής πλοίων τού εμπορικού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Ιταλού εφευρέτη τού ασύρματου τηλεγράφου G. Marconi] … Dictionary of Greek
Καββαδίας, Νίκος — (Χαρμπίν Μαντζουρίας 1910 – Αθήνα 1975). Ποιητής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στον Πειραιά. Ασυρματιστής σε πλοία, ο Κ. ταξίδεψε πολύ και με την έντονη ποιητική του ευαισθησία έγραψε ιδιαίτερα αξιόλογα ποιήματα, που τον καθιέρωσαν μεταξύ των… … Dictionary of Greek